Δείτε επίσης: ορυζάμυλο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορυζόμυλος οι ορυζόμυλοι
      γενική του ορυζόμυλου των ορυζόμυλων
    αιτιατική τον ορυζόμυλο τους ορυζόμυλους
     κλητική ορυζόμυλε ορυζόμυλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορυζόμυλος < όρυζα + -ο- + μύλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορυζόμυλος αρσενικό

  1. μύλος άλεσης ρυζιού
  2. εργοστάσιο επεξεργασίας ρυζιού

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ορυζόμυλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ορυζόμυλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις επεξεργασία