ορτυγοθήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορτυγοθήρας < αρχαία ελληνική ὀρτῠγοθήρας[1] < ὄρτυξ + θηράω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορτυγοθήρας αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) που κυνηγάει ορτύκια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορτυγοθήρας
- ↑ ὀρτυγοθήρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.