ορνιθόρρυγχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορνιθόρρυγχος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ορνιθόρρυγχος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- που έχει ορνιθόμορφο ρύγχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορνιθόρρυγχος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορνιθόρρυγχος