Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ορνιθόρρυγχος οι ορνιθόρρυγχοι
      γενική του ορνιθόρρυγχου των ορνιθόρρυγχων
    αιτιατική τον ορνιθόρρυγχο τους ορνιθόρρυγχους
     κλητική ορνιθόρρυγχε ορνιθόρρυγχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορνιθόρρυγχος < λείπει η ετυμολογία


  Επίθετο επεξεργασία

ορνιθόρρυγχος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • που έχει ορνιθόμορφο ρύγχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορνιθόρρυγχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία