Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοστοιχία οι ορθοστοιχίες
      γενική της ορθοστοιχίας των ορθοστοιχιών
    αιτιατική την ορθοστοιχία τις ορθοστοιχίες
     κλητική ορθοστοιχία ορθοστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοστοιχία < ορθο- + -στοιχία λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική orthostichy [1] Δείτε και τη μεσαιωνική ελληνική ὀρθοστιχία[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.stiˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θο‐στοι‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοστοιχία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. ὀρθοστιχία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)