Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθομαρμάρωση οι ορθομαρμαρώσεις
      γενική της ορθομαρμάρωσης* των ορθομαρμαρώσεων
    αιτιατική την ορθομαρμάρωση τις ορθομαρμαρώσεις
     κλητική ορθομαρμάρωση ορθομαρμαρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθομαρμαρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθομαρμάρωση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ὀρθομαρμάρω(σις) + -ση < ὀρθομαρμαρώνω < ὀρθός *> ορθο-) + (ελληνιστική κοινήμαρμαρόω / μαρμαρῶ < μάρμαρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.maɾˈma.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐θο‐μαρ‐μά‐ρω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθομαρμάρωση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία