Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοδρομία οι ορθοδρομίες
      γενική της ορθοδρομίας των ορθοδρομιών
    αιτιατική την ορθοδρομία τις ορθοδρομίες
     κλητική ορθοδρομία ορθοδρομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ορθοδρομία < λόγιο δάνειο από τη (άμεσο δάνειο) γαλλική orthodromie < αρχαία ελληνική ὀρθοδρομέω, -ῶ + -ie < -ία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oɾ.θo.ðɾoˈmi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ορθοδρομία θηλυκό

  1. το συντομότερο δρομολόγιο που μπορεί να ακολουθήσει σκάφος (αεροπλάνο ή πλοίο)
  2. (χυδαίο) πολύωρη πρωκτική συνουσία
    • (μεταφορικά) κάτι πολύ κουραστικό ή καταναγκαστικό και πολύωρο

Συνώνυμα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • χαρακτηρίζεται ο πλους εκείνος που πραγματοποιείται σε τόξο μικρότερο των 180° επί του μεγίστου κύκλου (της επιφάνειας της Γης - θάλασσας) που ενώνει δύο τόπους, και που τελικά είναι η μικρότερη μεταξύ αυτών των τόπων απόσταση.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  • εκτός των Άγγλων οι περισσότεροι ναυτικοί λαοί χρησιμοποιούν τον ελληνικό όρο "orthodromia".