ορθογωνιότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ορθογωνιότητα < ορθογώνιος + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική orthogonality)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαορθογωνιότητα θηλυκό
- (μαθηματικά, λόγιο) το να είναι κάτι ορθογώνιο, να έχει την ιδιότητα του ορθογώνιου, να σχηματίζει ορθή γωνία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- orthogonality στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορθογωνιότητα