Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργιστικός η οργιστική το οργιστικό
      γενική του οργιστικού της οργιστικής του οργιστικού
    αιτιατική τον οργιστικό την οργιστική το οργιστικό
     κλητική οργιστικέ οργιστική οργιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργιστικοί οι οργιστικές τα οργιστικά
      γενική των οργιστικών των οργιστικών των οργιστικών
    αιτιατική τους οργιστικούς τις οργιστικές τα οργιστικά
     κλητική οργιστικοί οργιστικές οργιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οργιστικός < μεσαιωνική ελληνική ὀργιστικός < ὀργή

  Επίθετο επεξεργασία

οργιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία