ορατότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορατότητα < καθαρεύουσα ὁρατότης < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική visibilité · ορατός + -ότης / -ότητα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ɾaˈto.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρα‐τό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ορατότητα θηλυκό
- η δυνατότητα να βλέπει κάτι ένας παρατηρητής χωρίς να παρεμποδίζεται από εμπόδια ή μετεωρολογικά φαινόμενα (όπως ομίχλη)
- ↪ Η ορατότητα στις εθνικές οδούς θα είναι σημαντικά περιορισμένη λόγω ομίχλης,
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορατότητα
Πηγές επεξεργασία
- ορατότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας