ορατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ορατικός | η | ορατική | το | ορατικό |
γενική | του | ορατικού | της | ορατικής | του | ορατικού |
αιτιατική | τον | ορατικό | την | ορατική | το | ορατικό |
κλητική | ορατικέ | ορατική | ορατικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ορατικοί | οι | ορατικές | τα | ορατικά |
γενική | των | ορατικών | των | ορατικών | των | ορατικών |
αιτιατική | τους | ορατικούς | τις | ορατικές | τα | ορατικά |
κλητική | ορατικοί | ορατικές | ορατικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ορατικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ορατικός
- ικανός να βλέπει
Μεταφράσεις επεξεργασία
ορατικός
|