οπτογενετική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπτογενετική | ||
γενική | της | οπτογενετικής | ||
αιτιατική | την | οπτογενετική | ||
κλητική | οπτογενετική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
- οπτογενετική < οπτο- (οπτικός) + γενετική, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική optogenetics
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπτογενετική θηλυκό (ιατρική), (γενετική)
- εισαγωγή ιού σε νευρώνες για ενσωμάτωση κώδικα DNA και παραγωγή οπτενεργών πρωτεϊνών για μελλοντική φωτεινή διέγερση
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπτογενετική