οπτικομετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπτικομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική optometry + -ία < ελληνιστική κοινή ὀπτός (< ὁράω / ὄψομαι) + μέτρον
- μορφολογικά αναλύεται σε: οπτικ(ός) + -ο- + -μετρία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.pti.ko.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πτι‐κο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπτικομετρία θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του οπτομετρία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπτικομετρία
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)