Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οπλοκατοχή οι οπλοκατοχές
      γενική της οπλοκατοχής των οπλοκατοχών
    αιτιατική την οπλοκατοχή τις οπλοκατοχές
     κλητική οπλοκατοχή οπλοκατοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπλοκατοχή < οπλο- + κατοχή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détention d΄armes)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.plo.ka.toˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πλο‐κα‐το‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπλοκατοχή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. οπλοκατοχήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)