οπιώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπιώδης | η | οπιώδης | το | οπιώδες |
γενική | του | οπιώδους | της | οπιώδους | του | οπιώδους |
αιτιατική | τον | οπιώδη | την | οπιώδη | το | οπιώδες |
κλητική | οπιώδη(ς) | οπιώδης | οπιώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπιώδεις | οι | οπιώδεις | τα | οπιώδη |
γενική | των | οπιωδών | των | οπιωδών | των | οπιωδών |
αιτιατική | τους | οπιώδεις | τις | οπιώδεις | τα | οπιώδη |
κλητική | οπιώδεις | οπιώδεις | οπιώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.piˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐ώ‐δης
Επίθετο επεξεργασία
οπιώδης, -ης, -ες
- που έχει όπιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπιώδης
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)