οπισθόναος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.piˈsθo.na.os/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθό‐να‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπισθόναος αρσενικό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) χώρος / δωμάτιο στο πίσω τμήμα ενός αρχαίου ναού
- ※ Είχε πρόναο και οπισθόναο ιδίων διαστάσεων, που ο καθένας τους διέθετε δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. (Ηραίο Άργους @ odysseus.culture.gr)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπισθόναος