Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο οπισθόναος οι οπισθόναοι
      γενική του οπισθόναου των οπισθόναων
    αιτιατική τον οπισθόναο τους οπισθόναους
     κλητική οπισθόναε οπισθόναοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπισθόναος < οπισθό- + ναός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.piˈsθo.na.os/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πι‐σθό‐να‐ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπισθόναος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία