οπιοειδές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπιοειδές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οπιοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική opioid[1] (ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική opioïde[1]) < opium + -oid < λατινική opium < ελληνιστική κοινή ὄπιον < αρχαία ελληνική ὀπός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sokʷos
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.pi.o.iˈðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐ο‐ει‐δές
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπιοειδές ουδέτερο
- (βιοχημεία, ιατρική) ουσία / χημική ένωση με αναλγητικές αλλά και ναρκωτικές ιδιότητες
Δείτε επίσης επεξεργασία
- οπιοειδές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 οπιοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)