Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυοξύ < οξύ + οξύ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυοξύ ουδέτερο (γενική: ΄΄οξυοξέος, πληθυντικός: οξυοξέα)

  • (χημεία) οποιαδήποτε χημική ένωση που φέρει στο μόριό της υδροξύλιο και καρβοξύλιο
  • (συνεκδοχικά): οποιοδήποτε οξύ που στο μόριό του περιέχει οξυγόνο.
    στον πληθυντικό τα οξυοξέα αποτελούν ειδική κατηγορία χημικών ενώσεων

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία