οξυκέφαλων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
οξυκέφαλων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του οξυκέφαλος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του οξυκέφαλος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του οξυκέφαλος
οξυκέφαλων