οξυγονοκολλήτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οξυγονοκολλήτρια < οξυγονοκολλη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
οξυγονοκολλήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του οξυγονοκολλητής
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε οξυγονοκολλητής
οξυγονοκολλήτρια
|