Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυγονοκολλήτρια οι οξυγονοκολλήτριες
      γενική της οξυγονοκολλήτριας των οξυγονοκολλητριών
    αιτιατική την οξυγονοκολλήτρια τις οξυγονοκολλήτριες
     κλητική οξυγονοκολλήτρια οξυγονοκολλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οξυγονοκολλήτρια < οξυγονοκολλη(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οξυγονοκολλήτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε οξυγονοκολλητής