Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ονοματοδοσία οι ονοματοδοσίες
      γενική της ονοματοδοσίας των ονοματοδοσιών
    αιτιατική την ονοματοδοσία τις ονοματοδοσίες
     κλητική ονοματοδοσία ονοματοδοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ονοματοδοσία< όνομα/ονοματίζω + -δοσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ονοματοδοσία θηλυκό

  1. το να δίνεις όνομα σε ανθρώπους ή αντικείμενα
  2. κρατική ληξιαρχική ονοματεγγραφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία