Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομπρέλα οι ομπρέλες
      γενική της ομπρέλας των ομπρελών
    αιτιατική την ομπρέλα τις ομπρέλες
     κλητική ομπρέλα ομπρέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια γάτα περιποιείται τον εαυτό της κάτω από μια ομπρέλα
 
πολύχρωμη ομπρέλα παραλίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομπρέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ombrella < υστερολατινική umbella < λατινική umbra (σκιά) < πρωτοϊταλική *omra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂mr-u- / *h₂mrup-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /omˈbɾe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μπρέ‐λα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομπρέλα θηλυκό

  1. αντικείμενο που αποτελείται από μεταλλικό ή ξύλινο σκελετό πάνω στον οποίο τεντώνεται ύφασμα σε στρογγυλό σχήμα· ανοίγει ώστε να προστατέψει κάποιον από βροχή, ήλιο κ.λπ.
    ※  Περπατούσε και βρεχόταν και διόλου δε θυμήθηκε ότι στο αριστερό του χέρι είχε περασμένη την ομπρέλα του. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε προστατεύει από κάτι απειλητικό ή επικίνδυνο
    ※  Το σενάριο εξόδου από το ευρώ αποκλείεται λόγω κόστους (υποτίμηση δραχμής σημαίνει ανατίμηση χρέους και εξυπηρέτησής του, απώλεια σχετικής φερεγγυότητας από κοινοτική ομπρέλα, ακριβές διαδικασίες μετάβασης)... (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21/2/2010)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • ομπρέλα θαλάσσης: ομπρέλα με μεγάλης συνήθως διαμέτρου υφασμάτινο κάλυμμα που στερεώνεται στην άμμο και προστατεύει τους λουόμενους από τον ήλιο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία