ομομήτριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομομήτριος < αρχαία ελληνική ὁμομήτριος
Επίθετο επεξεργασία
ομομήτριος, -α, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομομήτριος
|
ομομήτριος, -α, -ο
|