Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομολογώ < αρχαία ελληνική ὁμολογέω - ὁμολογῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ομολογώ, πρτ.: ομολογούσα, στ.μέλλ.: θα ομολογήσω, αόρ.: ομολόγησα, παθ.φωνή: ομολογούμαι, μτχ.π.π.: ομολογημένος

  1. παραδέχομαι κάτι
  2. (ειδικότερα) παραδέχομαι κάτι παράνομο που διέπραξα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία