Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομοιόφωνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομοιόφων
ος
η
ομοιόφων
η
το
ομοιόφων
ο
γενική
του
ομοιόφων
ου
της
ομοιόφων
ης
του
ομοιόφων
ου
αιτιατική
τον
ομοιόφων
ο
την
ομοιόφων
η
το
ομοιόφων
ο
κλητική
ομοιόφων
ε
ομοιόφων
η
ομοιόφων
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομοιόφων
οι
οι
ομοιόφων
ες
τα
ομοιόφων
α
γενική
των
ομοιόφων
ων
των
ομοιόφων
ων
των
ομοιόφων
ων
αιτιατική
τους
ομοιόφων
ους
τις
ομοιόφων
ες
τα
ομοιόφων
α
κλητική
ομοιόφων
οι
ομοιόφων
ες
ομοιόφων
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομοιόφωνος
<
ομοιο-
+
-φωνος
(<
φωνή
)
Επίθετο
επεξεργασία
ομοιόφωνος, -η, -ο
αυτός που μιλάει με όμοια με άλλον
αυτός που ηχεί όμοια με άλλον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομοιόφωνος