ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου < → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφος, εντοπιστής και πόρος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Uniform Resource Locator

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ομοιόμορφος εντοπιστής πόρου

  Αναφορές επεξεργασία

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.