Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοιοεπαγγελματικός η ομοιοεπαγγελματική το ομοιοεπαγγελματικό
      γενική του ομοιοεπαγγελματικού της ομοιοεπαγγελματικής του ομοιοεπαγγελματικού
    αιτιατική τον ομοιοεπαγγελματικό την ομοιοεπαγγελματική το ομοιοεπαγγελματικό
     κλητική ομοιοεπαγγελματικέ ομοιοεπαγγελματική ομοιοεπαγγελματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοιοεπαγγελματικοί οι ομοιοεπαγγελματικές τα ομοιοεπαγγελματικά
      γενική των ομοιοεπαγγελματικών των ομοιοεπαγγελματικών των ομοιοεπαγγελματικών
    αιτιατική τους ομοιοεπαγγελματικούς τις ομοιοεπαγγελματικές τα ομοιοεπαγγελματικά
     κλητική ομοιοεπαγγελματικοί ομοιοεπαγγελματικές ομοιοεπαγγελματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοιοεπαγγελματικός < ομοιο- + επαγγελματικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.mi.o.e.paŋ.ɟel.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μοι‐ο‐ε‐παγ‐γελ‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

ομοιοεπαγγελματικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr