ομοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοδίαιτος < αρχαία ελληνική ὁμοδίαιτος < ὁμοῦ + -ο- + -δίαιτος
Επίθετο επεξεργασία
ομοδίαιτος, -η / -ος, -ο
- που ζει ή τρέφεται μαζί με άλλους
Πηγές επεξεργασία
- ομοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοδίαιτος
|