ομματοϋάλια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ομματοϋάλια | ||
γενική | των | ομματοϋαλίων | ||
αιτιατική | τα | ομματοϋάλια | ||
κλητική | ομματοϋάλια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομματοϋάλια < όμμα + -ο- + γυαλιά ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική eyeglasses)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ma.to.iˈa.li.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομματοϋάλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) (λόγιο) άλλη μορφή του ματογυάλια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομματοϋάλια
|