ομιλουμένη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομιλουμένη < αρχαία ελληνική ὁμιλουμένη, θηλυκό του ὁμιλούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ὁμιλέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομιλουμένη θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του καθομιλουμένη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομιλουμένη
|