Ετυμολογία

επεξεργασία
ομαλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ομαλοποιώ

ομαλοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένες έννοιες ή επιφάνειες)

  1. επανέρχομαι σε φυσιολογικούς ρυθμους, εξομαλύνομαι
    ομαλοποιείται σιγά-σιγά η ζωή στην πόλη μετά από το πέρασμα του τυφώνα
  2. εξομαλύνομαι, γίνομαι επίπεδος
    η επιφάνεια στα ξύλινα παθαρυρόφυλλα προτού περαστεί με βερνίκι, πρέπει να ομαλοποιείται με τριβείο ή γυαλόχαρτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία