επανέρχομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανέρχομαι < αρχαία ελληνική ἐπανέρχομαι < ἐπαν- + ἔρχομαι
Ρήμα επεξεργασία
επανέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- επιστρέφω σε έναν τόπο από τον οποίο είχα φύγει
- επιστρέφω στην ανάπτυξη, συζήτηση ή εξέταση ενός θέματος που το είχα αφήσει
- ξαναγυρίζω σε προηγούμενη κατάσταση, καθεστώς κτλ.
- ισχύω ή εφαρμόζομαι ξανά