Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ομαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ομαλισμέν
ος
η
ομαλισμέν
η
το
ομαλισμέν
ο
γενική
του
ομαλισμέν
ου
της
ομαλισμέν
ης
του
ομαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
ομαλισμέν
ο
την
ομαλισμέν
η
το
ομαλισμέν
ο
κλητική
ομαλισμέν
ε
ομαλισμέν
η
ομαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ομαλισμέν
οι
οι
ομαλισμέν
ες
τα
ομαλισμέν
α
γενική
των
ομαλισμέν
ων
των
ομαλισμέν
ων
των
ομαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
ομαλισμέν
ους
τις
ομαλισμέν
ες
τα
ομαλισμέν
α
κλητική
ομαλισμέν
οι
ομαλισμέν
ες
ομαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ομαλισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
ομαλίζω
Μετοχή
επεξεργασία
ομαλισμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
ομαλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ομαλισμένος