Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομαδάρα οι ομαδάρες
      γενική της ομαδάρας
    αιτιατική την ομαδάρα τις ομαδάρες
     κλητική ομαδάρα ομαδάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομαδάρα < ομάδ(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομαδάρα θηλυκό

  • πολύ σπουδαία ομάδα (κυρίως για το ποδόσφαιρο)

Αντώνυμα επεξεργασία


  Μεταφράσεις επεξεργασία