ολοφυρόμενων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαολοφυρόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ολοφυρόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ολοφυρόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ολοφυρόμενος