ολοπαθής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολοπαθής | η | ολοπαθής | το | ολοπαθές |
γενική | του | ολοπαθούς* | της | ολοπαθούς | του | ολοπαθούς |
αιτιατική | τον | ολοπαθή | την | ολοπαθή | το | ολοπαθές |
κλητική | ολοπαθή(ς) | ολοπαθής | ολοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολοπαθείς | οι | ολοπαθείς | τα | ολοπαθή |
γενική | των | ολοπαθών | των | ολοπαθών | των | ολοπαθών |
αιτιατική | τους | ολοπαθείς | τις | ολοπαθείς | τα | ολοπαθή |
κλητική | ολοπαθείς | ολοπαθείς | ολοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ολοπαθής
- (γραμματική) που παθαίνει ολικό γραμματικό πάθος, για παράδειγμα οι λέξεις που παθαίνουν δηλαδή συναίρεση σε όλες τις πτώσεις
- (παρωχημένο, ιατρική) που πάσχει από νόσο που προσβάλλει όλο το σώμα (ολοπαθητικός)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολοπαθής
|