ολομέτωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ολομέτωπος, -η, -ο
- που διεξάγεται ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα
- ολομέτωπος αγώνας, ολομέτωπη επίθεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολομέτωπος
|
ολομέτωπος, -η, -ο
|