ολιγόψυχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀλιγόψυχος < ὀλιγό- + -ψυχος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.psi.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λι‐γό‐ψυ‐χος
Επίθετο επεξεργασία
ολιγόψυχος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
με ολιγο-
με λιγο- → και δείτε τη λέξη λιγόψυχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγόψυχος
|
Πηγές επεξεργασία
- s.v. «ολιγοψυχία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)