Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ολιγομηνόρροια οι ολιγομηνόρροιες
      γενική της ολιγομηνόρροιας των ολιγομηνορροιών
    αιτιατική την ολιγομηνόρροια τις ολιγομηνόρροιες
     κλητική ολιγομηνόρροια ολιγομηνόρροιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολιγομηνόρροια < ολιγο- + μήν + -ό- + -ρροια < (αρχαία ελληνική ὀλίγος + μήν + ῥέω, λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική oligomenorrhea < αρχαία ελληνική ὀλίγος + υστερολατινική menorrhea < αρχαία ελληνική μήν και ῥέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ολιγομηνόρροια θηλυκό

  1. (ιατρική) η μειωμένη εμμηνόρροια, κυρίως σε ποσότητα αίματος
  2. σύμπτωμα γυναικολογικού ή γενικότερου οργανικού προβλήματος υγείας που έχει σαν συνέπεια η γυναίκα να παρουσιάζει μειωμένη έμμηνο ρύση χωρίς να βρίσκεται στην φάση της εμμηνόπαυσης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία