ολιγαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ολιγαρχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγαρχία < ὀλιγ- + -αρχία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ολιγαρχία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ολιγαρχία
Πηγές επεξεργασία
- ολιγαρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας