Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η οικολόγος οι οικολόγοι
      γενική του/της οικολόγου των οικολόγων
    αιτιατική τον/την οικολόγο τους/τις οικολόγους
     κλητική οικολόγε οικολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική écologue ή γερμανική Ökologe, οικο- + -λόγος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.koˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐λό‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο/η επιστήμονας που ασχολείται με την οικολογία
  2. (πολιτική) ο οπαδός του οικολογικού κινήματος
  3. (γενικότερα) που έχει οικολογική συνείδηση και συμπεριφορά, που εκδηλώνει έμπρακτα το ενδιαφέρον για το περιβάλλον

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία