οδόφραγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδόφραγμα ουδέτερο
- πρόχειρη κατασκευή από οποιοδήποτε υλικό είναι διαθέσιμο που φράζει ένα δρόμο και χρησιμεύει ως οχύρωμα κατά τη διάρκεια εξεγέρσεων
- φυλάκιο με μπάρες που απαγορεύει την ελεύθερη διάβαση ενός δρόμου