οδοτερμίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οδοτερμίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hodotermites < αρχαία ελληνική ὁδός + τερμίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
οδοτερμίτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
οδοτερμίτης
|
οδοτερμίτης αρσενικό
|