Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οδοντόβουρτσα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οδοντόβουρτσ
α
οι
οδοντόβουρτσ
ες
γενική
της
οδοντόβουρτσ
ας
των
οδοντοβουρτσ
ών
αιτιατική
την
οδοντόβουρτσ
α
τις
οδοντόβουρτσ
ες
κλητική
οδοντόβουρτσ
α
οδοντόβουρτσ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οδοντόβουρτσα
<
οδοντό-
+
βούρτσα
Τρεις
οδοντόβουρτσες
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οδοντόβουρτσα
θηλυκό
βούρτσα
για τον
καθαρισμό
των
δοντιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οδοντόβουρτσα
αγγλικά
:
toothbrush
(en)
,
brush
(en)
αραβικά
:
فرشاة الأسنان
(ar)
γαλλικά
:
brosse à dents
(fr)
εσπεράντο
:
dentobroso
(eo)
ιαπωνικά
:
歯ブラシ
(ja)
(はブラシ) (haburashi)
πολωνικά
:
szczoteczka do zębów
(pl)