Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οδομετρία οι οδομετρίες
      γενική της οδομετρίας των οδομετριών
    αιτιατική την οδομετρία τις οδομετρίες
     κλητική οδομετρία οδομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odométrie[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική odometry[1] / hodometry[1] < αρχαία ελληνική ὁδός + μέτρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οδομετρία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 1,2 οδομετρίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)