Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οβιδοβόλο τα οβιδοβόλα
      γενική του οβιδοβόλου των οβιδοβόλων
    αιτιατική το οβιδοβόλο τα οβιδοβόλα
     κλητική οβιδοβόλο οβιδοβόλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οβιδοβόλο < οβίδ(α) + -ο- + -βόλο (< βάλλω)
 
αμερικανικό οβιδοβόλο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οβιδοβόλο ουδέτερο

  • πυροβόλο με κάννη μικρού μήκους (αναλογικά με το διαμέτρημά της)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία