Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξύνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξύνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξύνομαι, πρτ.: ξυνόμουν, στ.μέλλ.: θα ξυστώ & ξυθώ, αόρ.: ξύστηκα & ξύθηκα, μτχ.π.π.: ξυσμένος/ξυμένος, (ενεργ.: ξύνω)

  1. τρίβω με τα νύχια μου το δέρμα εκεί που αισθάνομαι φαγούρα
  2. (μεταφορικά) είμαι αργόσχολος και δεν κάνω τίποτε ουσιαστικό

Εκφράσεις επεξεργασία

  • άμα δεν έχεις νύχια να ξυθείς...: πρέπει να τα βγάζεις πέρα μόνος, γιατί κανείς δεν θα σε ξύσει

Κλίση επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ξύνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία