ξυπνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξυπνός | η | ξυπνή | το | ξυπνό |
γενική | του | ξυπνού | της | ξυπνής | του | ξυπνού |
αιτιατική | τον | ξυπνό | την | ξυπνή | το | ξυπνό |
κλητική | ξυπνέ | ξυπνή | ξυπνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξυπνοί | οι | ξυπνές | τα | ξυπνά |
γενική | των | ξυπνών | των | ξυπνών | των | ξυπνών |
αιτιατική | τους | ξυπνούς | τις | ξυπνές | τα | ξυπνά |
κλητική | ξυπνοί | ξυπνές | ξυπνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυπνός < μεσαιωνική ελληνική ξυπνός < (ελληνιστική κοινή) ἔξυπνος < ἐξ + αρχαία ελληνική ὕπνος
Επίθετο επεξεργασία
ξυπνός, -ή, -ό
- (λαϊκότροπο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) ξύπνιος
- Και στενοχωριούνταν που δεν ήξερε. Ξυπνός και περίεργος, αφοσιωμένος στον Αγώνα, εξασκημένος στην παρατήρηση και την κατασκοπεία, ήταν μαθημένος να βγάζει συμπεράσματα από τις παρατηρήσεις του, και σπανίως λαθεύουνταν. (Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου/Κεφάλαιο ΙΖ)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυπνός
→ δείτε τη λέξη ξύπνιος |