Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξυλομπογιά οι ξυλομπογιές
      γενική της ξυλομπογιάς των ξυλομπογιών
    αιτιατική την ξυλομπογιά τις ξυλομπογιές
     κλητική ξυλομπογιά ξυλομπογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ξυλομπογιές σε διάφορα χρώματα

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξυλομπογιά < ξυλο- + μπογιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ksi.lo.boˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυ‐λο‐μπο‐γιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξυλομπογιά θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία