ξυλική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ξυλιές | ||
γενική | των | ξυλιών | ||
αιτιατική | τις | ξυλιές | ||
κλητική | ξυλιές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυλική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξυλικός (αρχαία ελληνική) < ξύλον [1] Δείτε και το ελληνιστικό ξυλική.
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλική θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλική
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ξυλική | αἱ | ξυλικαί |
γενική | τῆς | ξυλικῆς | τῶν | ξυλικῶν |
δοτική | τῇ | ξυλικῇ | ταῖς | ξυλικαῖς |
αιτιατική | τὴν | ξυλικήν | τὰς | ξυλικᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ξυλική | ξυλικαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξυλικᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ξυλικαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυλική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξυλικός (αρχαία ελληνική ) < ξύλον
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλική θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ξυλική
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξυλικός
Πηγές επεξεργασία
- ξυλικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.