Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξινίλα οι ξινίλες
      γενική της ξινίλας
    αιτιατική την ξινίλα τις ξινίλες
     κλητική ξινίλα ξινίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξινίλα < ξιν(ός) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξινίλα θηλυκό

  1. δυσάρεστη μυρωδιά ξινού
  2. (συνήθως στον πληθυντικό: ξινίλες) δυσάρεστη γεύση ξινού που ανεβαίνει από το στομάχι στο στόμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία